ἀκαταδίκαστος

From LSJ
Revision as of 11:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταδίκαστος Medium diacritics: ἀκαταδίκαστος Low diacritics: ακαταδίκαστος Capitals: ΑΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akatadíkastos Transliteration B: akatadikastos Transliteration C: akatadikastos Beta Code: a)katadi/kastos

English (LSJ)

ον,

   A indemnatus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταδίκαστος: -ον, ὁ μὴ καταδικασθείς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
no condenado, no juzgado, ἀναμάρτητος καὶ ἀ. Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, indemnatus, Gloss.2.222.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκαταδίκαστος, -ον) καταδικάζω
αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορούν να τον καταδικάσουν
«οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι»
2. εκείνος που δεν μπορούν να τον κατακρίνουν, ο άμεμπτος
«... ακαταδίκαστο κορμί πώς εκαταδικάστεις;».