ἀκρωτηριασμός
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ὁ,
A amputation, Dsc.Ther.Praef., Heliod. ap. Orib.47.14tit., Philum.Ven.7.7, Leonid. ap.Aët. 16.49.
German (Pape)
[Seite 86] ὁ, Verstümmelung, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωτηριασμός: ὁ, = πήρωσις, κολόβωσις, Διοσκ. 7.1, Πολυδ. κτλ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 amputación Heliod. en Orib.47.14 tít., Philum.Ven.7.5, de una estatua, Poll.1.12.
2 fig. mengua del poder del hombre sobre algunos anim., Chrys.M.48.568.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκρωτηριασμός) ἀκρωτηριάζω
1. (για πράγματα) αποκοπή τών άκρων
2. (για ανθρώπους) αποκοπή τών άκρων μελών του σώματος
3. (για πράγματα) υπερβολική και επιζήμια περικοπή, κουτσούρεμα, παραμόρφωση.