ἀλκί

Revision as of 14:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], metapl. poet. dat. of ἀλκή,

   A might, strength: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. Nonn.D.39.34, etc.

German (Pape)

[Seite 100] dat. vom veralteten ἄλξ, s. ἀλκή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκί: [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς (πεντάκις) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ ἅπαξ ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.

French (Bailly abrégé)

dat. de *ἄλξ;
force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.
Étymologie: cf. ἀλκή.

English (Autenrieth)

see ἀλκή.

Spanish (DGE)

v. ἄλξ.

Greek Monolingual

ἀλκί (Α)
ποιητικός τύπος δοτικής του αλκή κατά μεταπλασμό
«ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299
έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ- (βλ. και ἄλαλκε).
ΠΑΡ. ἀλκή.

Greek Monotonic

ἀλκί: [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του ἀλκή (όπως αν προερχόταν από το ἄλξ), δύναμη, ισχύς, ἀλκὶ πεποιθώς, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκί: dat. к *ἄλξ.

Middle Liddell

[heteroclit. of ἀλκή as if from ἄλξ]
might, strength, ἀλκὶ πεποιθώς, of wild beasts, Hom.