ἀλησθύω
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
or ἀλημ-ίω,
A = ἀλυσθαίνω, Hp.Mul.2.124 codd. ἀλήσθω· γη = σπορίμη, κτηνοτρόφος, Hsch.
Spanish (DGE)
tener, sufrir ansiedad Hp.Mul.2.124.
Greek Monolingual
ἀλησθύω και –ίω (Α)
παράλληλος τύπος του ρήματος ἀλυσθαἰνω.