ἀλησθύω
From LSJ
English (LSJ)
or ἀλησθίω, = ἀλυσθαίνω, Hp.Mul.2.124 codd. ἀλήσθω· γη = σπορίμη, κτηνοτρόφος, Hsch.
Spanish (DGE)
tener, sufrir ansiedad Hp.Mul.2.124.
Greek Monolingual
ἀλησθύω και –ίω (Α)
παράλληλος τύπος του ρήματος ἀλυσθαἰνω.