ἀλυσθαίνω

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλυσθαίνω Medium diacritics: ἀλυσθαίνω Low diacritics: αλυσθαίνω Capitals: ΑΛΥΣΘΑΙΝΩ
Transliteration A: alysthaínō Transliteration B: alysthainō Transliteration C: alysthaino Beta Code: a)lusqai/nw

English (LSJ)

(ἀλύω) = ἀδημονέω, Nic.Th.427, EM70.45, prob. in Hp. Morb.2.54,58,67; cf. ἀλυσταίνω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
estar dolorido, enfermo ἀλυσθαίνοντι ... ἀρήξει ayudará al doliente Nic.Al.141, ἀλυσθαίνοντος ἀνίαι Nic.Th.427, cf. Hsch., EM 938.
• Etimología: Cf. ἀλύω.

German (Pape)

[Seite 111] krank, schwach sein, Nic. Th. 427; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλυσθαίνω: (ἀλύω) εἶμαι ἀσθενὴς ἢ ἀδύνατος, Ἱππ. 480. 31, πρβλ. 482. 11, Νικ. Θ. 427: ἀλυσθμαίνω, ἐν Καλλ. εἰς Δῆλ. 212: ἀλυσταίνω παρ’ Ἡσυχ. «ἀλυσταίνειν, ἀσθενεῖν, ἀδυνατεῖν.»

Greek Monolingual

ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM)
1. είμαι ασθενής ή αδύνατος
2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ
3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση της λ. ἀσθενής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω].