ἀναπαιστικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαιστικός Medium diacritics: ἀναπαιστικός Low diacritics: αναπαιστικός Capitals: ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapaistikós Transliteration B: anapaistikos Transliteration C: anapaistikos Beta Code: a)napaistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A anapaestic, D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.

German (Pape)

[Seite 200] ή, όν, anapästisch, D. H. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀνάπαιστον, Διον., Ἁλ. περὶ Συνθ. 35.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anapéstico τετράμετρον D.H.Comp.127.1, μέτρον Heph.8, σύνθεσις Demetr.Eloc.189, metra Ter.Maur.369, cf. Seru.4.461.27, Diom.1.504.30.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναπαιστικός, -ή, -όν) ἀνάπαιστος
(για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους.