ἀναπαλλοτρίωτος
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον,
A inalienable, ἀγροί TAM261b15 (Lycia).
Spanish (DGE)
-ον
inalienable (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους TAM 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. Hell.13.203).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, -ον) ἀπαλλοτριῶ
αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως
νεοελλ.
αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως του Δημοσίου).