ἀπρόϊτος
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not proceeding or emanating (cf. ἀπρόοδος), Dam. Pr.34; θερμή Gal.14.729. Adv. -τως Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόϊτος: -ον, «ἀνέξοδος» Κύριλλ.· «ἀπρόϊτος, ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
1 de animados que no sale al exterior ὁ Διόσκορος σήμερον δέκα ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν SB 7330.9 (II d.C.), ἄρκτος Eustr.in EN 328, ἄνθρωπος Horap.2.64
•en sent. fil. que no emana ἐκεῖνο ἄρα πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' ἑαυτοῦ προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.Pr.34, cf. Io.Mal.Chron.M.97.532B
•ἀπρόϊτος· ἀνέξοδος Hsch., Sud.
2 intolerable σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable Gal.14.729.
3 neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F.
Greek Monolingual
ἀπρόϊτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος κάπου.