ἀριστητήριον

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστητήριον Medium diacritics: ἀριστητήριον Low diacritics: αριστητήριον Capitals: ΑΡΙΣΤΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aristētḗrion Transliteration B: aristētērion Transliteration C: aristitirion Beta Code: a)risthth/rion

English (LSJ)

[ᾱ], τό, (ἀριστάω)

   A refectory, τὸ ἱερὸν ἀ. τοῦ θεοῦ BCH 15.184.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστητήριον: τό, παρ’ Ἐκκλ. μέρος ἔνθα γευματίζει ἤ δειπνεῖ τις, δειπνητήριον, «τραπεζαρία».

Spanish (DGE)

-ου, τό
sala de banquetes para las comidas sagradas de los fieles de Zeus Panamaro IStratonikeia 17.17, 270.6 (ambas II d.C.)
comedor, PZilliac.6.26, 28 (VI d.C.), PLond.1874 (VII d.C.), cf. prob. haplografía ἀριστήριον PMasp.302.10 (VI d.C.)
refectorio Cyr.S.V.Euthym.18.3, 64.18, 69.17.

Greek Monolingual

ἀριστητήριον, το (AM)
μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώπρογευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»].