ἀρθρεμβόλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A setting of a limb, Apollon.Cit.1.1:—also ἀρθρεμ-βολία, ἡ, Orib.49.9.5.
German (Pape)
[Seite 350] ἡ, das Einrenken eines Gliedes, Chirurg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρεμβόλησις: -εως, ἡ, ἡ ἐμβολή, τοποθέτησις ἄρθρου, Ἀπολλ. Κιτ. σ. 2· ὡσαύτως -βολία, ἡ, Ὀρειβασ. 138 Mai.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ medic. reducción Apollon.Cit.1.1.