ἀρότης

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρότης Medium diacritics: ἀρότης Low diacritics: αρότης Capitals: ΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: arótēs Transliteration B: arotēs Transliteration C: arotis Beta Code: a)ro/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., Pi.I.1.48, Hdt.4.2, Pherecr.130;

   A βόες ἀ. Hp.Art.8, cf.Ael.VH5.14; Πιερίδων ἀρόται workmen of the Muses, i.e. poets, Pi.N.6.32; ἀ. κύματος seaman, Call.Fr.436.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, = ἀροτήρ, Pind. I. 1, 48 N. 6, 33; Ap. Rh. 1, 1217; βοῦς Ael. V. H. 5, 14; κύματος, Schiffer, Callim. frg. 436.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρότης: -ου, ὁ = τῷ προηγ., Πινδ. Ι. 1. 67, Ἡρόδ. 4. 2, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1· βόες ἀρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· Περίδων ἀρόται, θεράποντες τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Πίνδ. Ν. 6. 55· ἀρόται κύματος, ἐργάται τῆς θαλάσσης, ναῦται, Καλλιμ. Ἀποσπ. 436

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀρόω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
op. νομάδες: Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες Hdt.4.2
arador, yuntero βοῶν οἱ ἀρόται Hp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
fig. Πιερίδων ἀρόται aradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
ἀρόται κύματος los marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor βοῦς A.R.1.1217.

Greek Monolingual

ἀρότης, ο (Α) αρώ
αυτός που οργώνει.

Greek Monotonic

ἀρότης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρότης: ου ὁ Her. = ἀροτήρ.