ἀσθενόω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
A weaken, X.Cyr.1.5.3.
German (Pape)
[Seite 370] schwächen, Xen. Cyr. 1, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθενόω: καθιστῶ τινα ἀνίσχυρον, ὡς τὸ ἀσθενοποιῶ, καὶ κινδυνεύοιεν, εἰ μή τις αὐτοὺς φθάσας ἀσθενώσει, ἐπὶ ἕν ἕκαστον τῶν ἐθνῶν ἰόντες καταστρέψασθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 3· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. 79, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀσθενώσω;
affaiblir.
Étymologie: ἀσθενής.
Spanish (DGE)
debilitar αὐτούς (Μήδους καὶ Πέρσας) X.Cyr.1.5.3.
Greek Monotonic
ἀσθενόω: μέλ. -ώσω, αδυνατίζω, εξασθενίζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀσθενόω: лишать сил, ослаблять Xen.