ἐκλογιστία
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
ἡ,
A reckoning: accounts, LXX To.1.21,Sammelb.4423.
German (Pape)
[Seite 768] ἡ, Berechnung, VLL.; Verwaltung des Hauswesens, Auszahlung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλογιστία: ἡ, ὑπολογισμός, λογαριασμός, Ἑβδ. (Τωβ. Α΄, 21)· ― «ἐκλογιστίαν· ἀρίθμησιν» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: pap. ἐγλ-
1 contabilidad ἔταξεν Αχαιχαρον ... ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἐκλογιστίαν τῆς βασιλείας αὐτοῦ LXX To.1.21
•cómputo, cálculo, PLond.1708.159, PMasp.314.2.3 (ambos VI d.C.), ἐ.· ἀρίθμησις Hsch., Sud., Anecd.Ludw.108.16.
2 en Egipto contaduría, cargo y oficina del contable que supervisaba los ingresos fiscales de cada nomo Ποτάμων διέπων τὴν ἐγλογιστίαν Ἀνταιοπολίτου PGiss.48.1 (III d.C.), cf. POxy.1436.23 (II d.C.), SB 4423 (III/IV d.C.).
Greek Monolingual
ἐκλογιστία, η (Α)
1. υπολογισμός, λογαριασμός
2. λογιστική υπηρεσία.