ἐπίμυκτος

From LSJ
Revision as of 16:08, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμυκτος Medium diacritics: ἐπίμυκτος Low diacritics: επίμυκτος Capitals: ΕΠΙΜΥΚΤΟΣ
Transliteration A: epímyktos Transliteration B: epimyktos Transliteration C: epimyktos Beta Code: e)pi/muktos

English (LSJ)

ον, (ἐπιμύζὠ

   A scoffed at, Thgn.269.

German (Pape)

[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.

Greek Monolingual

ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].

Greek Monotonic

ἐπίμυκτος: -ον (ἐπιμύζω), γελασμένος, αξιογέλαστος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἐπίμυκτος, ον ἐπιμύζω
scoffed at, Theogn.