ἐπιχρόνιος
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
α, ον,
A lasting for a time, long, Cic.Att.6.9.3.
German (Pape)
[Seite 1005] langdauernd, ἐποχή, Cic. ad Att. 6, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, μακρός, μακροχρόνιος, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 (ἔνθα ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3.
Greek Monolingual
ἐπιχρόνιος, -ον (Α)
αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχρόνιος: длительный, продолжительный, долгий (Diog. L. - v. l. ἐπιχθόνιος; Cic.).