ἐχθεσινός

From LSJ
Revision as of 23:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθεσῐνός Medium diacritics: ἐχθεσινός Low diacritics: εχθεσινός Capitals: ΕΧΘΕΣΙΝΟΣ
Transliteration A: echthesinós Transliteration B: echthesinos Transliteration C: echthesinos Beta Code: e)xqesino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = χθεσινός, yesterday's, διαγωγή AP10.79 (Pall.), cf. Dosith.p.397 K.

German (Pape)

[Seite 1124] = χθεσινός, gestrig, Pallad. 128 (X, 79).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθεσῐνός: ή, όν,= χθεσινός, Ἀνθ. Π. 10. 79.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’hier, de la veille.
Étymologie: ἐχθές.

Greek Monolingual

-ή, -ό και χθεσινός, -ή, -ό (Α ἐχθεσινός, -ή, -όν και χθεσινός, -ή, -όν) εχθές
αυτός που αναφέρεται στην προηγούμενη από τη σημερινή ημέρα, στο παρελθόν («ἀλλοτριωθέντες τῆς ἐχθεσινῆς διαγωγῆς», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐχθεσῐνός: -ή, -όν, = χθεσινός, χθεσινός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθεσῐνός: вчерашний (διαγωγή Anth.).

Middle Liddell

ἐχθεσῐνός, ή, όν = χθεσινός
yesterday's, Anth.