ἑπτακέφαλος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον,
A seven-headed, δράκοντες Dam.Isid.67, cf. Pr.265.
German (Pape)
[Seite 1012] siebenköpfig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτακέφαλος: -ον, ἔχων ἑπτὰ κεφαλάς, Δαμασκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 340. 9.
Greek Monolingual
ἑπτακέφαλος, -ον (AM)
με επτά κεφάλια («δράκοντες ἑπτακέφαλοι», Μεθόδ.).