ἔκτριμμα

From LSJ
Revision as of 14:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτριμμα Medium diacritics: ἔκτριμμα Low diacritics: έκτριμμα Capitals: ΕΚΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: éktrimma Transliteration B: ektrimma Transliteration C: ektrimma Beta Code: e)/ktrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sore caused by rubbing, excoriation, Hp.Fract.29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151.    II rubber, towel, Philox.2.41.

German (Pape)

[Seite 783] τό, das Aufgeriebene, Verwundung durch Reiben, Hippocr. – Philox. bei Ath. IX, 409 e ein Tuch zum Abreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτριμμα: τό, ἕλκωσις ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. χειρόμακτρον, Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. erosión, llaga ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.Fract.29, περὶ ὀσφῦν Hp.Epid.7.7
rozadura c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.
2 toalla ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.

Greek Monolingual

το (AM ἔκτριμμα)
1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο
2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο
αρχ.
ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον.