ἰκρίωμα
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
ατος, τό,
A scaffold, IG12.374.67 (ἱκ-), Hsch. s.v. κατῆλιψ. II in pl.,= ἀντήριδες, Eust.903.54.
German (Pape)
[Seite 1249] τό, das Gerüst, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκρίωμα: τό, κατασκεύασμα ἐκ ξύλων, εἶδος «σκαλωσιᾶς», «τὰ λεγόμενα ἰκριώματα, ἃ ἔξωθεν ἐπ’ ἀσφαλείᾳ τείχους πρῶτα τίθενται» Εὐστ. 903. 54, Ἡσύχ. ἐν λ. κατῆλιψ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.