ἰσχυρόδετος
From LSJ
σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)
English (LSJ)
ον,
A fastbound, Sch.A.Pr.148.
German (Pape)
[Seite 1273] festgebunden, Schol. Aesch. Prom. 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόδετος: -ον, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 148.
Greek Monolingual
ἰσχυρόδετος, -ον (Α)
δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό-δετος, λινό-δετος].