ὑμνοποιός

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοποιός Medium diacritics: ὑμνοποιός Low diacritics: υμνοποιός Capitals: ΥΜΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hymnopoiós Transliteration B: hymnopoios Transliteration C: ymnopoios Beta Code: u(mnopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making hymns, Μοῦσα E.Rh.651: Subst. -ποιός, ὁ, minstrel, Id.Supp.180:—hence ὑμνο-ποιέομαι, sing hymns of praise, Sm.Ps.55(56).11.

German (Pape)

[Seite 1179] Hymnen dichtend; Eur. Suppl. 192; ἡ, Rhes. 651.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ὕμνους, Μοῦσαι Εὐρ. Ρῆσ. 651· ὡς οὐσιαστ. ὑμνοποιός, ὁ ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 180.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοποιός poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. υμνωδός, υμνολόγος
2. το αρσ. ως ουσ.ὑμνοποιός
ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -ποιός].

Greek Monotonic

ὑμνοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που συνθέτει ύμνους· ως ουσ. ὑμνοποιός, ὁ, ποιητής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοποιός: II ὁ Eur. = ὑμνοθέτης II.
слагающий гимны (Μοῦσαι Eur.).

Middle Liddell

ὑμνο-ποιός, όν ποιέω
making hymns: as Subst., ὑμν., ὁ, a minstrel, Eur.