ὑποπέρδομαι
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Med.,
A break wind a little, Ar.Ra.1097 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πέρδω), dazu oder leise farzen, suppedere, Ar. Ran. 1095.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπέρδομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ. ὑπέπαρδον, πέρδομαι ἠρέμα, «κουφοκλάνω», Λατ. suppedere, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1095.
French (Bailly abrégé)
lâcher un pet tout doucement.
Étymologie: ὑπό, πέρδομαι.
Greek Monolingual
Α πέρδομαι
(αποθ.) πέρδομαι χωρίς θόρυβο, κλάνω χωρίς να ακουστώ.
Greek Monotonic
ὑποπέρδομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ὑπέπαρδον, πέρδομαι, κλάνω λίγο, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπέρδομαι: suppedo Arph.