ὑπότρομος

From LSJ
Revision as of 15:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότρομος Medium diacritics: ὑπότρομος Low diacritics: υπότρομος Capitals: ΥΠΟΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hypótromos Transliteration B: hypotromos Transliteration C: ypotromos Beta Code: u(po/tromos

English (LSJ)

ον,

   A quivering, shaking, Plu.2.435b; somewhat afraid or timid, Aeschin.3.159, Luc. DDeor.19.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1237] ein wenig zitternd, furchtsam; Aesch. 3, 159; Luc. D. D. 19, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότρομος: -ον, περιδεής, περίφοβος, τρέμων πως ἐκ φόβου, ἢ ἁπλῶς ὁ τρέμων ὀλίγον, Αἰσχίν. 76. 18, Πλούτ. 2. 435Β, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Ἐν. Ἀριστοφ. Ἀχ. 683 τό: τονθορύζοντες ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομοι τὰ χείλη κινοῦντες», ἐν δὲ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 79 τὸ ὑποδινηθεῖσα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομος γενόμενη».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu tremblant, peureux.
Étymologie: ὑπό, τρέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», Πλούτ.)
2. αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομος γίγνομαι», Λουκιαν.)
3. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρόμος (πρβλ. ἔντρομος)].

Greek Monotonic

ὑπότρομος: -ον, κάπως φοβισμένος ή δειλός, φοβιτσιάρης, σε Αισχίν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπότρομος: несколько испугавшийся, оробевший, робкий Aeschin., Plut., Luc.

Middle Liddell

ὑπότρομος, ον,
somewhat afraid or timid, Aeschin., Luc.