ὑφορμέω
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
A lie at anchor in wait for others, Plb.3.19.8, 34.3.2, Ael. NA11.19, Charito 3.7, etc.: metaph., αἱ πόλεις ὑ. ἀλλήλαις D.Chr. 38.42; ὁ τοῦ κόλακος λόγος . . ὑ. τινὶ πάθει Plu.2.61e; τὸ ὑφορμοῦν suspicion, Lib.Decl.40 (προθεωρία). 2, 46 (προθεωρία). 2; τὰ ὑφορμοῦντα Sch. D. 1.1 (viii p.30 Dindorf). II lit., anchor under, ὑπὸ τὸ τεῖχος D.Chr.11.116, cf. 7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφορμέω: εἶμαι ἠγκυροβολημένος κρυφίως ἔν τινι τόπῳ, ἔχων ἑτοίμους λέμβους ἔν τισι τόποις ἐρήμοις ὑφορμοῦντας Πολύβ. 3. 19, 8., 34. 3, 2, Αἰλιαν., κλπ.· ― μεταφορ., αἱ πόλεις ὑφ. ἀλλήλαις Δίων Χρυσ. 2. 150· τοῦ κόλακος λόγος ὑφορ. πάθει τινὶ Πλούτ. 2. 61Ε· ὑφώρμει δέος Συνέσ. 163C· τὸ ὑφορμοῦν, ἡ ὑποψία, Σχόλ. εἰς Δημ. 65, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se tenir caché dans une baie, dans un port écarté;
2 jeter l’ancre au fond de ; fig. ὁ τοῦ κόλακος λόγος ἀεὶ ὑφορμεῖ τινι πάθει PLUT la parole du flatteur rencontre toujours une passion où elle mord comme l’ancre.
Étymologie: ὑπό, ὁρμέω.
Greek Monotonic
ὑφορμέω: μέλ. -ήσω, είμαι κρυφά αγκυροβολημένος σ' έναν τόπο, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὑφορμέω: тайно стоять на якоре, притаиться (ἔν τισι τόποις ἐρήμοις Polyb.): (ὁ τοῦ κόλακος λόγος) ὑφορμεῖ τινι πάθει Plut. слово льстеца цепляется за какую-л. слабость.