ὠκύμολος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
Full diacritics: ὠκῠμολος | Medium diacritics: ὠκύμολος | Low diacritics: ωκύμολος | Capitals: ΩΚΥΜΟΛΟΣ |
Transliteration A: ōkýmolos | Transliteration B: ōkymolos | Transliteration C: okymolos | Beta Code: w)ku/molos |
ον,
A quick-going, Suid.
ὠκύμολος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, Σουΐδ.
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ- (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό-μολος].