ῥάντισμα

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάντισμα Medium diacritics: ῥάντισμα Low diacritics: ράντισμα Capitals: ΡΑΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: rhántisma Transliteration B: rhantisma Transliteration C: rantisma Beta Code: r(a/ntisma

English (LSJ)

ατος, τό, name of a skin affection,

   A περὶ τὰς ὄψεις Vett.Val.110.17.

German (Pape)

[Seite 834] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.

Greek Monolingual

το / ῥάντισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαντίζω
το να ραντίζει κανείς πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με νερό ή με άλλο υγρό ή με μύρο
αρχ.
ονομασία δερματικής νόσου.