ῥυτιδόω

From LSJ
Revision as of 16:15, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτῐδόω Medium diacritics: ῥυτιδόω Low diacritics: ρυτιδόω Capitals: ΡΥΤΙΔΟΩ
Transliteration A: rhytidóō Transliteration B: rhytidoō Transliteration C: rytidoo Beta Code: r(utido/w

English (LSJ)

   A make wrinkled, shrivel up, Arist.Pr.936b10:—Pass., to be wrinkled, ῥυτιδούμενοι [ὀφθαλμοί] Hp.Epid.6.1.13; δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arist.HA578a9, cf. GA780a32; φύλλα Thphr.HP3.10.3; μῆλον Dsc.1.115; τὴν ὄψιν ἐρρυτιδωμένος Luc.Luct.16; of bandages, Sor.1.83.

German (Pape)

[Seite 854] runzlig machen, runzeln; Arist. H. A. 6, 25, im pass., u. oft, wie Folgde; τὴν ὄψιν ἐῤῥυτιδωμένος, Luc. de luct. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτῐδόω: ῥυτιδώνω, καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, διὰ τὶ τὸ θερμὸν ὕδωρ ῥυτιδοῖ, τὸ δὲ πῦρ θερμὸν ὄν, οὐ; Ἀριστ. Προβλ. 24. 7. - Παθητ., πληροῦμαι ῥυτίδων, ῥυτιδούμενοι ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1165Ε· δέρμα ἐρρυτιδωμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 25, 1, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 3, μῆλον Διοσκ. 1. 166· ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Λουκ. περὶ Πένθους 16. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ῥυτιδώσω ; part. pf. Pass. ἐρρυτιδωμένος;
rider.
Étymologie: ῥυτίς.

Greek Monotonic

ῥῠτῐδόω: μέλ. -ώσω (ῥυτίς), κάνω κάτι να ζαρώσει — Παθ., είμαι γεμάτος με ρυτίδες· μτχ. παρακ. ἐρρυτιδωμένος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτῐδόω: покрывать морщинами, морщить (δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arst.): ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Luc. со сморщенным лицом.

Middle Liddell

ῥῠτῐδόω, fut. -ώσω ῥυτίς
to make wrinkled:—Pass. to be so, perf. part. ἐρρυτιδωμένος Luc.