μεσήμβριος
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
English (LSJ)
α, ον, = foreg. 11, [[[ὕδατα]]] Ruf. ap. Orib.5.3.17:
Greek Monolingual
μεσήμβριος, -ία, -ον (Α) μεσημβρία
αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, ο μεσημβρινός, ο νότιος.