οἰκοδομία

Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = -δόμησις 1, IG12.338.15 (prob.), Democr.154, Th. 1.93, Pl.Lg.804c, PHal.1.181 (iii B. C.).    II building, edifice, Th. 2.65 (pl.), Pl.Lg.758e, 759a, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομία: ἡ, = οἰκοδόμησις, Θουκ. 1. 93., 2. 65, Πλάτ. Νόμ. 804C, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 974Α, πρβλ. Poppo εἰς Θουκ. 1, σ. 243. ΙΙ. οἰκοδόμημα, Πλάτ. Νόμ. 758Ε, 759Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. οἰκοδόμησις.

English (Strong)

from the same as οἰκοδομή; confirmation: edifying.

English (Thayer)

ὀικοδομιας, ἡ (οἰκοδομέω) (the act of) buliding, erection (Thucydides, Plato, Polybius, Plutarch, Lucian, etc.; but never in the Sept.); metaphorically, οἰκοδομίαν Θεοῦ τήν ἐν πίστει, the increase which God desires in faith (see οἰκοδομή), bez elz; but see οἰκονομία. Not infrequent οἰκονομία and οἰκοδομία are confounded in the manuscripts; see Grimm on 4 Maccabees , p. 365, cf. Hilgenfeld, the Epistle of Barnabas, p. 28; (D'Orville, Chariton 8,1, p. 599).

Greek Monolingual

οἰκοδομία, ἡ (Α) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.)
2. οικοδόμημα.

Greek Monotonic

οἰκοδομία: ἡ,
1. = οἰκοδόμησις, σε Θουκ.
2. κτίριο, οικοδομή, οικοδόμημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομία: ἡ Thuc., Xen., Plat. = οἰκοδόμησις.

Middle Liddell

οἰκοδομία, ἡ,
1. = οἰκοδόμησις, Thuc.
2. a building, edifice, Plat.

Chinese

原文音譯:o„kodom⋯a 哀可-多米阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(家-建造)
字義溯源:確定,造就,管家,管理,章程,講論,治理;源自(οἰκοδομή)=建築);由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,其中 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 講論(1) 提前1:4

English (Woodhouse)

act of building