ναυφύλαξ
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A one who keeps watch on board ship, Ar.Fr.372. II = ναοφύλαξ 1, IG42(1).402 (pl., Epid., ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 233] ακος, ὁ, Schiffswächter, Ar. frg. 339.
Greek (Liddell-Scott)
ναυφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ νεώς, φρουρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 339.
Greek Monolingual
ναυφύλαξ, ὁ (Α)
1. φρουρός ναού
2. φύλακας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. της ονομ.].
Russian (Dvoretsky)
ναυφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ несущий охрану судна, корабельный страж Arph.