πτεροφόρας

From LSJ
Revision as of 15:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτεροφόρᾱς Medium diacritics: πτεροφόρας Low diacritics: πτεροφόρας Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΡΑΣ
Transliteration A: pterophóras Transliteration B: pterophoras Transliteration C: pteroforas Beta Code: pterofo/ras

English (LSJ)

ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's    A wing worn on their heads, nom. pl. -φόραι OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. sq. 111, and πτεραφόρος.    II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perh. name of a military rank, or = πτεροφόρος ΙΙ, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.

Greek Monolingual

και πτεροφόρης, ὁ, Α
1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού
2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτο-φόρας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.