Διπολιώδης
From LSJ
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
ες, A like the feast of Dipolia, old-world, Ar.Nu.984.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑπολιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, παμπάλαιος, Ἀριστοφ. Νεφ. 984.
Spanish (DGE)
(Δῑπολιώδης) -ες
como las fiestas Dipolias ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias Ar.Nu.984.
Greek Monotonic
Δῑπολιώδης: -ες (εἶδος), όπως το Διπόλια, δηλ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Δῑπολι-ώδης, ες [from Δῑπόλεια] adj εἶδος
like the Διπόλια, i. e. obsolete, out of date, Ar.