γεροντεύω

From LSJ
Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντεύω Medium diacritics: γεροντεύω Low diacritics: γεροντεύω Capitals: ΓΕΡΟΝΤΕΥΩ
Transliteration A: geronteúō Transliteration B: geronteuō Transliteration C: geronteyo Beta Code: geronteu/w

English (LSJ)

   A to be a senator, γεροντεύσας IG5(1).254 (Sparta, i B. C.), al.:—Med., Hsch.s.v. γηρωπίζεται.

German (Pape)

[Seite 486] Senator sein, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντεύω: εἶμαι γέρωνγερουσιαστής, γεροντεύσας Ἐπιγρ. Λακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1261·- μέσ. παρ’ Ἡσυχ.

Spanish (DGE)

1 ser miembro del Consejo, IG 5(1).254 (Esparta I a.C.).
2 en v. pas. ser digno de respeto Hsch.s.u. γηρωπίζεται.

Greek Monolingual

γεροντεύω) γέρων (-οντος)]
νεοελλ.
απρακτώ κοντά σε γέροντα (ιερωμένο)
αρχ.
είμαι γέρων, γερουσιαστής.