γραμμάριον
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
τό, A weight of two obols, Aët.7.117.
German (Pape)
[Seite 504] τό, ein Skrupel, 1/24 der Unze, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμάριον: τό, βάρος ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς ὀβολούς· ἴδε Δουκάγγ. ἐν παραρτ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
gramito, gramo pequeña unidad de peso γραμμάρια ἓξ στίμμεως πεπλυμένου en la preparación de un colirio, Aët.7.116, cf. Gal.14.462, Hippiatr.Lond.83, cf. γράμμα Iv.