γυναιμανία

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνία Medium diacritics: γυναιμανία Low diacritics: γυναιμανία Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΙΑ
Transliteration A: gynaimanía Transliteration B: gynaimania Transliteration C: gynaimania Beta Code: gunaimani/a

English (LSJ)

ἡ,    A madness for women, obsession with women, gynecomania, satyriasis, satyrism, satyromania, (γυναικομανία, γυναιμανία, γυναιομανία) Chrysipp.Stoic.3.167.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, γυναικομανία, unsinnige Liebe zu Weibern, Chrysipp. bei Ath. XI, 464 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικομᾰνία: ἡ, μανία διὰ γυναῖκας, ἄκρατος ἔρως πρὸς τὰς γυναῖκας, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D.

Greek Monolingual

η (AM γυναικομανία) ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): γυναιο- Iul.Ar.259.15
locura por las mujeres γυναιμανίαις καὶ ἀρρένων φθοραῖς Eus.PE 7.2.6
en el sent. de desenfreno Iul.Ar.l.c.