δίφριος

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφριος Medium diacritics: δίφριος Low diacritics: δίφριος Capitals: ΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: díphrios Transliteration B: diphrios Transliteration C: difrios Beta Code: di/frios

English (LSJ)

α, ον,    A of a chariot: neut. pl. as Adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, AP7.152.

German (Pape)

[Seite 645] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.

Greek (Liddell-Scott)

δίφριος: -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de char.
Étymologie: δίφρος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de un carro neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro, AP 7.152.

Greek Monotonic

δίφριος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στο άρμα· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίφρια συρόμενος, αυτός που σύρεται πίσω από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίφριος: колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.

Middle Liddell

δίφριος, η, ον adj
of a chariot: neut. pl. as adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, Anth.