Άδωνις

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ο (Α Ἄδωνις, -ιδος)
θεός της αρχαιότητας, ονομαστός για την ομορφιά του
νεοελλ.
ο υπερβολικά όμορφος νέος
αρχ.
1. (γενικά) προσφιλής, αγαπημένος
2. φρ. «Ἀδώνιδος κῆποι», φυτά που καλλιεργούνταν σε γλάστρες πήλινες (συνήθως αχρηστευμένα πήλινα δοχεία) για τη γιορτή τών Αδωνίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. Είναι σημιτικό όνομα (και εβραϊκά ᾱdōn) ή παράγωγο του ἁδεῖν, ἁνδάνω.
ΠΑΡ. ἀδώνιος
αρχ.
ἀδωνιακός].