Ευρώπη
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
η (ΑΜ Εὐρώπη, Α και Εὐρώπεια)
μία από τις πέντε ηπείρους στην οποία ανήκει και η Ελλάδα
νεοελλ.
1. πολιτισμένος τόπος («εδώ είναι Ευρώπη»)
2. φρ. «Συμβούλιο της Ευρώπης» — οργάνωση συνεργασίας 17 ευρωπαϊκών κρατών με έδρα το Στρασβούργο και με σκοπό τη διάδοση και προώθηση κοινών αρχών και την επίτευξη πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής προόδου
αρχ.
η ξακουστή κόρη του Αγήνορος, την οποία απήγαγε ο Ζευς μεταμορφωμένος σε ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δεν είναι βέβαιο αν το όνομα της κόρης του Αγήνορος και η ονομασία της ηπείρου είναι ετυμολογικώς ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, καθώς επίσης αν η τελευταία προέρχεται από το επίθ. ευρωπός].