θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
ἄνατος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].