άρρητος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρητος, -ον)
ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος
νεοελλ.
άρρητα-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)
αρχ.
1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός
2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρητός < είρω (II) «λέω, μιλώ».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀρρητολογία
αρχ.-μσν.
αρρητοποιώ, αρρητουργός
μσν.
αρρητοτόκος, αρρητοτρόπως].