ένστικτο

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

και ένστιχτο, το
1. παρόρμηση, φυσική τάση, αντίδραση του ζωντανού οργανισμού σε καθορισμένους εξωτερικούς παράγοντες
2. εσωτερική παρόρμηση που καθορίζει τα αισθήματα, τις κρίσεις και τις πράξεις του ανθρώπου ανεξάρτητα από τη σκέψη
3. φυσική ικανότητα, κλίση σε κάτι
4. φρ. α) «εξ ενστίκτου» ή «από ένστικτο» — αυθόρμητα, χωρίς πολλή σκέψη
β) «τα κτηνώδη ένστικτα» — οι ασυγκράτητες σεξουαλικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. instinct < λατ. instinctus μτχ. παρακμ. του instinguo «κεντρίζω, παρορμώ κάποιον». Η λ. ένστικτον μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].