αγελάρχης
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
ἀγελάρχης, ο (AM)
1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης
2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη + ἄρχω.
ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)].