αγιοκέρι

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

το
1. λαμπάδα της εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών
2. το κερί της μέλισσας
3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa της τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί].