αγκύλι
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
το
οξύ και βελονοειδές αγκάθι, αγκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγκύλιον, υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη.