αγράμματος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγράμματος, -ον)
αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής
2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος
αρχ.
1. άγραφος, άγραπτος
2. (για ήχους) άναρθρος
3. (για ζώα) ο ανίκανος να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + γράμμα.
ΠΑΡ. αγραμματοσύνη].