αγράμματος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγράμματος, -ον)
αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος
νεοελλ.
1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής
2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος
αρχ.
1. άγραφος, άγραπτος
2. (για ήχους) άναρθρος
3. (για ζώα) ο ανίκανος να δημιουργήσει έναρθρο λόγο, να αρθρώσει λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + γράμμα.
ΠΑΡ. αγραμματοσύνη].