αζυμοσφραγίδα

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

η
δισκίο από άζυμο φύραμα, με το οποίο πριν από τη χρήση τών φακέλων κολλούσαν το άκρο διπλωμένης επιστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άζυμος + σφραγίδα].