αιτιατός

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτιατός, -ή, -όν) αἰτιῶμαι
αυτός που προκύπτει από κάποια αιτία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αιτιατόν
το αποτέλεσμα αιτίας, σε αντίθεση προς το αἴτιον
μσν.
υπαίτιος, ένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτιατός παράγεται είτε απευθείας από το ο. αἰτιῶμαι ως ρημ. επίθετο είτε, λόγω της σημασίας του («ο προκύπτων από ορισμένη αιτία»), από τη λ. αἰτία, που φαίνεται πιθανότερο. Σε αντίθεση προς τα () αἰτία και (τὸ) αἴτιον που δηλώνουν «την προκαλούσα αιτία» (causa), το επίθ. αἰτιατός και το Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερό του (τὸ αἰτιατὸν) δηλώνουν το αποτέλεσμα της αιτίας. Έτσι εξηγείται και η ονομασία του σημασιοσυντακτικού όρου αἰτιατική (πτώση) από τους Στωικούς, ως πτώσεως που δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, όρου που κακώς αποδόθηκε από τους Λατίνους γραμματικούς ως accusativus (casus) αντί του ορθού effectivusπτώση του αποτελέσματος, όχι της αιτίας, όπως σημαίνει ο όρος accusativus).
ΠΑΡ. αἰτιατικός.