αλγεινός

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀλγεινὸς και ἀλεγεινός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί σωματικό πόνο, ο οδυνηρός
2. αυτός που δίνει ψυχικό πόνο, λυπηρός, θλιβερός
αρχ.
αυτός που αισθάνεται πόνο, που υποφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικός τ. ἀλγεσ-νὸς (< θ. της λ. ἄλγος) με απλοποίηση του συμπλέγματος -σν- και αντέκταση
ο επικός δε τ. ἀλεγεινὸς είναι μεταπλασμένος τ. του επιθ. ἀλγεινὸς κατ’ επίδραση του ρημ. ἀλέγω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ἀλγεινότητα].