αλγεσίθυμος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
ἀλγεσίθυμος, -ον (Α)
αυτός που θλίβει την καρδιά μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι- (< (ἄλγος) + θυμὸς για τη σημασία του επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος.